πέπλος — Πεδινός οικισμός (κάτ., υψόμ. 60 μ.), στην πρώην επαρχία Σουφλίου του νομού Έβρου. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (64 τ. χλμ., κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, η Βρυσούλα (...κάτ., υψόμ. 30 μ.), η Γεμιστή (...… … Dictionary of Greek
συρία — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
συριά — Κράτος της Μέσης Ανατολής. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με το Λίβανο, στα Ν με την Ιορδανία και στα Α με το Ιράκ. Βρέχεται στα Δ από τη Μεσόγειο.H Συρία, το όνομα της οποίας προέρχεται από την αρχαία Aσσυρία, που για τους Έλληνες… … Dictionary of Greek
Ρουμανία — Κράτος της Νοτιοανατολικής Ευρώπης. Συνορεύει στα Β με την Ουκρανία, στα Δ με την Ουγγαρία και τη Σερβία, στα Ν με τη Βουλγαρία, ενώ στα Α βρέχεται από τη Μαύρη Θάλασσα.H Pουμανία ανήκει στην παραδουνάβια Eυρώπη κι εισχωρεί σαν σφήνα στο σλαβικό… … Dictionary of Greek
Σαουδική Αραβία — Κράτος στη Μέση Ανατολή. Βρέχεται στα Α και Δ από τον Περσικό Κόλπο και την Ερυθρά Θάλασσα αντίστοιχα και στα Ν από την Αραβική Θάλασσα.H εδαφική επικράτεια της Σαουδικής Aραβίας, που παλιά προσδιοριζόταν πολύ άοριστα ως Zαζιράτ αλ Aράμπ, δηλαδή… … Dictionary of Greek
ανακαλυπτήρια — Αρχαία ελληνική γιορτή, κατά την οποία η νύφη εμφανιζόταν την τρίτη μέρα του γάμου μπροστά στον σύζυγό της, στους συγγενείς και στους φίλους χωρίς το παρθενικό της κάλυμμα και δεχόταναπό αυτούς διάφορα δώρα που λέγονταν επίσης α. Η γιορτή αυτή… … Dictionary of Greek
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
εργαστίναι — Ονομασία που αποδιδόταν στις κόρες αριστοκρατικών οικογενειών της αρχαίας Αθήνας, οι οποίες ύφαιναν τον περίφημο πέπλο της Αθηνάς, ο οποίος μεταφερόταν κατά τη γιορτή των Παναθηναίων στην Ακρόπολη και τον τοποθετούσαν στον Παρθενώνα προς τιμήν… … Dictionary of Greek
μελαμφαρής — μελαμφαρής, ές (Α) αυτός που σκεπάζεται με μαύρο κάλυμμα, με μαύρο πέπλο, μελάμπεπλος* («μελαμφαρὲς σκότος», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + φαρής (< φάρος «πέπλο, κάλυμμα»), πρβλ. μεγαλο φαρής] … Dictionary of Greek
πεπλοφορώ — έω φορώ πέπλο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πέπλος / πέπλο + φορώ (< φόρος < φέρω), πρβλ. οπλο φορώ] … Dictionary of Greek